-
1 γεραιος
I31) старый, почтенный(ἄττα Hom.; προπάτωρ Pind.)
2) древний(Πριάμου πόλις Aesch.)
3) старческий(σῶμα Soph.; χείρ Eur.)
IIὅ старец, старик Hom., Plut.οἱ γεραίτεροι Arst. — люди постарше, Xen., Plat. старейшины
-
2 μεταμανθανω
1) переучиватьсяτὸ Ἀττικὸν ἔθνος τέν γλῶσσαν μετέμαθε Her. — аттическое племя усвоило новый язык;
μεταμανθάνουσα ὕμνον Πριάμου πόλις Aesch. — град Приама, запевший иной гимн;οὐκ ἔστιν ἔλαττον ἔργον τὸ μ. τοῦ μανθάνειν ἐξ ἀρχῆς Arst. — переучиваться не легче, чем учиться сначала2) отучиваться, забывать (sc. ψευδῆ δόξαν Plat.; τέν ἐλευθερίαν Aeschin.)3) учиться (чему-л.) лучшему, исправляться(οὐδ΄ ἂν μεταμάθοις; Arph.)
См. также в других словарях:
μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek